click below
click below
Normal Size Small Size show me how
Deuxième décl. masc.
La deuxième déclinaison (masculins)
Question | Answer |
---|---|
ἄνθρωπος,ου (ὁ) / ἄνθρωπε | ἄνθρωπος,ου (ὁ) / vocatif singulier |
λόγος,ου (ὁ) / λόγον | λόγος,ου (ὁ) / accusatif singulier |
θεός,οῦ (ὁ) / génitif singulier | θεός,οῦ (ὁ) / θεοῦ |
φίλος, ου (ὁ) / φίλε | φίλος, ου (ὁ) / vocatif singulier |
νόμος,ου (ὁ) / νόμου | νόμος,ου (ὁ) / génitif singulier |
βίος, ου (ὁ) / vocatif singulier | βίος, ου (ὁ) / βίε |
λόγος,ου (ὁ) / génitif singulier | λόγος,ου (ὁ) / λόγου |
θάνατος,ου (ὁ) / θανάτων | θάνατος,ου (ὁ) / génitif pluriel |
βίος, ου (ὁ) / accusatif pluriel | βίος, ου (ὁ) / βίους |
δοῦλος, ου (ὁ) / δούλῳ | δοῦλος, ου (ὁ) / datif singulier |
θάνατος,ου (ὁ) / génitif singulier | θάνατος,ου (ὁ) / θανάτου |
θεός,οῦ (ὁ) / génitif pluriel | θεός,οῦ (ὁ) / θεῶν |
κύριος, ου (ὁ) / nominatif/vocatif pluriel | κύριος, ου (ὁ) / κύριοι |
βίος, ου (ὁ) / datif pluriel | βίος, ου (ὁ) / βίοις |
φίλος, ου (ὁ) / accusatif singulier | φίλος, ου (ὁ) / φίλον |
νόμος,ου (ὁ) / datif pluriel | νόμος,ου (ὁ) / νόμοις |
δοῦλος, ου (ὁ) / génitif singulier | δοῦλος, ου (ὁ) / δούλου |
κύριος, ου (ὁ) / κύριος | κύριος, ου (ὁ) / nominatif singulier |
θάνατος,ου (ὁ) / θάνατον | θάνατος,ου (ὁ) / accusatif singulier |
θάνατος,ου (ὁ) / datif pluriel | θάνατος,ου (ὁ) / θανάτοις |
ἄνθρωπος,ου (ὁ) / ἀνθρώπου | ἄνθρωπος,ου (ὁ) / génitif singulier |
λόγος,ου (ὁ) / λόγοις | λόγος,ου (ὁ) / datif pluriel |
θεός,οῦ (ὁ) / θεός | θεός,οῦ (ὁ) / nominatif singulier |
φίλος, ου (ὁ) / accusatif pluriel | φίλος, ου (ὁ) / φίλους |
βίος, ου (ὁ) / βίοι | βίος, ου (ὁ) / nominatif/vocatif pluriel |
δοῦλος, ου (ὁ) / δούλοις | δοῦλος, ου (ὁ) / datif pluriel |
νόμος,ου (ὁ) / νόμους | νόμος,ου (ὁ) / accusatif pluriel |
κύριος, ου (ὁ) / κυρίων | κύριος, ου (ὁ) / génitif pluriel |
δοῦλος, ου (ὁ) / nominatif/vocatif pluriel | δοῦλος, ου (ὁ) / δοῦλοι |
βίος, ου (ὁ) / datif singulier | βίος, ου (ὁ) / βίῳ |
νόμος,ου (ὁ) / nominatif singulier | νόμος,ου (ὁ) / νόμος |
φίλος, ου (ὁ) / φίλοι | φίλος, ου (ὁ) / nominatif/vocatif pluriel |
θάνατος,ου (ὁ) / accusatif pluriel | θάνατος,ου (ὁ) / θανάτους |
κύριος, ου (ὁ) / vocatif singulier | κύριος, ου (ὁ) / κύριε |
λόγος,ου (ὁ) / nominatif/vocatif pluriel | λόγος,ου (ὁ) / λόγοι |
θεός,οῦ (ὁ) / θεούς (ὁ) | θεός,οῦ (ὁ) / accusatif pluriel |
κύριος, ου (ὁ) / κύριον | κύριος, ου (ὁ) / accusatif singulier |
φίλος, ου (ὁ) / φίλοις | φίλος, ου (ὁ) / datif pluriel |
βίος, ου (ὁ) / βίον | βίος, ου (ὁ) / accusatif singulier |
ἄνθρωπος,ου (ὁ) / datif pluriel | ἄνθρωπος,ου (ὁ) / ἀνθρώποις |
δοῦλος, ου (ὁ) / δοῦλε | δοῦλος, ου (ὁ) / vocatif singulier |
νόμος,ου (ὁ) / datif singulier | νόμος,ου (ὁ) / νόμῳ |
θεός,οῦ (ὁ) / θεοῖς | θεός,οῦ (ὁ) / datif pluriel |
ἄνθρωπος,ου (ὁ) / accusatif singulier | ἄνθρωπος,ου (ὁ) / ἄνθρωπον |
κύριος, ου (ὁ) / génitif singulier | κύριος, ου (ὁ) / κύριου |
λόγος,ου (ὁ) / λόγῳ | λόγος,ου (ὁ) / datif singulier |
ἄνθρωπος,ου (ὁ) / ἀνθρώπους | ἄνθρωπος,ου (ὁ) / accusatif pluriel |
δοῦλος, ου (ὁ) / δοῦλον | δοῦλος, ου (ὁ) / accusatif singulier |
ἄνθρωπος,ου (ὁ) / nominatif/vocatif pluriel | ἄνθρωπος,ου (ὁ) / ἄνθρωποι |
νόμος,ου (ὁ) / accusatif singulier | νόμος,ου (ὁ) / νόμον |
λόγος,ου (ὁ) / λόγους | λόγος,ου (ὁ) / accusatif pluriel |
φίλος, ου (ὁ) / nominatif singulier | φίλος, ου (ὁ) / φίλος |
θεός,οῦ (ὁ) / datif singulier | θεός,οῦ (ὁ) / θεῷ |
νόμος,ου (ὁ) / accusatif pluriel | νόμος,ου (ὁ) / νόμους |
θάνατος,ου (ὁ) / θάνατοι | θάνατος,ου (ὁ) / nominatif pluriel |