click below
click below
Normal Size Small Size show me how
58 - Wenham 30
Practice Declining 3rd declension adj, etc.
Word to Decline | Answer: Nom, Gen, Dat, Acc. |
---|---|
More: singular (masc/fem) | πλειων πλειονος πλειονι πλειονα |
Worse: plural (masc/fem) | χειρωνες χειρονων χειροσι(ν) χειρονας |
More: singular (neuter) | πλειον πλειονος πλειονι πλειον |
Better: plural (neuter) | κρεισσονα κρεισσονων κρεισσοσι(ν) κρεισσονα |
Greater: singular (masc/fem) | μειζων μειζονος μειζονι μειζονα |
Greater: plural (masc/fem) | μειζονες μειζονων μειζοσι(ν) μειζονας |
Greater: singular (neuter) | μειζον μειζονος μειζονι μειζον |
Greater: plural (neuter) | μειζονα μειζονων μειζοσι(ν) μειζονα |
Better: singular (masc/fem) | κρεισσων κρεισσονος κρεισσονι κρεισσονα |
Worse: plural (masc/fem) | χειρονες χειρονων χειροσι(ν) χειρονας |
Who?: singular | τίς τίνος τίνι τίνα |
Who?: plural | τίνες τίνων τίσι(ν) τίνας |
What?: singular | τί τίνος τίνι τί |
What?: plural | τίνα τίνων τίσι(ν) τίνα |
Someone, Anyone, a Certain One: singular masc/fem | τις τινος τινι τινα |
Someone, Anyone, a Certain One: plural masc/fem | τινες τινων τισι(ν) τινας |
Something: singular (neut) | τι τινος τινι τι |
Something: plural (neut) | τινα τινων τισι(ν) τινα |
Whoever/who: nominative masculine (sing. & pl.) | όστις οίτινες |
Whoever/who: nominative feminine (sing. & pl.) | ήτις αίτινες |
Whichever: Nominative neuter (sing. & pl.) | ότι (or ό τι) άτινα |
True: Singular masc/fem | αληθης αληθους αληθει αληθη |
True: Plural mas/fem | αληθεις αληθων αληθεσι(ν) αληθεις |
True: Singular neuter | αληθες αληθους αληθει αληθες |
True: Plural neuter | αληθη αληθων αληθεσι(ν) αληθη |
Weak, Ill: Singular masc/fem | ασθενης ασθενους ασθενει ασθενη |
Sick: Plural masc/fem | ασθενεις ασθενων ασθεσι(ν) ασθενεις |
Weak, Ill: Singular neuter | ασθενες ασθενους ασθενει ασθενες |
Sick: Plural neuter | ασθενη ασθενων ασθεσι(ν) ασθενη |
Full: Singular masc/fem | πληρης πληρους πληρει πληρη |
Full: Plural masc/fem | πληρεις πληρων πληρεσι(ν) πληρεις |
Full: singular neuter | πληρες πληρους πληρει πληρες |
Full: plural neuter | πληρη πληρων πληρεσι(ν) πληρη |